ποδανιπτήρ

ποδανιπτήρ
και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον*, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποδανιπτήρ — vessel for washing the feet in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτῆρ' — ποδανιπτῆρα , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg ποδανιπτῆρι , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg ποδανιπτῆρε , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτῆρα — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτῆρας — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτῆρι — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτῆρος — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδανιπτηρίδιον — τὸ, Α [ποδανιπτήρ] λεκανάκι για το πλύσιμο τών ποδιών …   Dictionary of Greek

  • ποδονίπτα — ἡ, Μ ο ποδανιπτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίζω/νίπτω] …   Dictionary of Greek

  • ποδονιπτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. ποδανιπτήρ …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”